ποιητάρης

ποιητάρης
ο
πληθ. -ηδες, λαϊκός ποιητής που απαγγέλλει τα ποιήματά του δημόσια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποιητάρης — ο, Ν μουσ. επαγγελματίας τραγουδιστής δημοτικών τραγουδιών με ικανότητα στη σύνθεση στίχων πάνω σε επίκαιρα θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιητής + κατάλ. άρης (πρβλ. λυρ άρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”